Πώς η γενέθλια γη με έπλασε ζωγράφο
Ο παππούς μου, Θεός σχωρέσ΄τον, ήταν οδηγός τουριστικού λεωφορείου στην Κρήτη. Καθημερινά σχεδόν, ατελείωτα καλοκαίρια, αλωνίζαμε σε τόπους αρχαίους, σε βυζαντινές εκκλησίες και βενετσιάνικες φορτέτσες. Τον υπόλοιπο καιρό τον πέρναγα σε ένα αγροτικό χωριό στα μέσα της Κρήτης. Εκεί περιπλανιόμασταν τα καυτά μεσημέρια, ξυπόλυτοι στις ακροποταμιές και στα ξέφωτα ανάμεσα σε γίδια και ημιόνους, ελιές και αμπέλια, κυνηγώντας πουλιά σε πλατάνια και κυπαρίσσια, ημίγυμνοι, πίνοντας νερό από πηγάδια και πηγές λιμνάζουσες, ζεστές στον τρύγο του θέρους… Το ηλιοβασίλεμα φέρναμε πίσω τα ζώα. Και από το θάμβος των γυναικών μέναμε άλαλοι. Το φως των πραγμάτων έλιωσε αφήνοντας ένα σημάδι τόσο δυνατό που δεν μπόρεσα να το σβήσω. Και δεν μπόρεσα να φύγω από την Αρκαδία…